
Έτσι,
στην περίοδο της αποικιοκρατίας, η δραστηριοποίηση των ευρωπαϊκών εταιρειών
στις αποικίες, εξασφάλιζε τις πρώτες ύλες για την ευρωπαϊκή βιομηχανία η
ορισμένα αγροτικά προϊόντα για την ευρωπαϊκή αγορά. H πρακτική αυτή, που
συνεχίστηκε μέχρι το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αποτέλεσε ένα προηγούμενο για
την ανάπτυξη των σύγχρονων πολυεθνικών εταιρειών.
Ο Johansson (1997)
γράφει ότι οι πολυεθνικές Επιχειρήσεις έγιναν στόχος έντονης κριτικής από την
αρχή της εμφάνισης τους. Κατά την πρώτη περίοδο της δραστηριοποίησης τους, μετά
το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, κατηγορήθηκαν ότι αποτελούν μέσο για τη συνέχιση
της αποικιοκρατίας και τη λεηλασία των πλουτοπαραγωγικών πηγών των χωρών του
τρίτου κόσμου, όργανο πολιτικής παρέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις των μη
αναπτυγμένων χωρών και μηχανισμό στήριξης και ενδυνάμωσης μίας διεφθαρμένης
άρχουσας τάξης, στις χώρες αυτές.
Στη
συνέχεια, (Κονδύλης 1997) κατηγορήθηκαν ότι στρεβλώνουν την οικονομία της
φιλοξενούσας χώρας, της στερούν κεφάλαια που είναι απαραίτητα για την ανάπτυξη
της, εμποδίζουν την πρόσβαση της στη νέα τεχνολογία και προωθούν πολιτισμικά
πρότυπα, που είναι επιζήμια για τον πολιτισμό και την ευημερία της. Στη
δεκαετία 1980, υποστηρίχθηκε η άποψη, ότι οι πολυεθνικές Επιχειρήσεις, με τον
υπερεθνικό χαρακτήρα της συγκρότησης και των εκροών τους, την ομογενοποίηση των
προτύπων οργάνωσης και διοίκησης, την πολιτισμική ομογενοποίηση των στελεχών
τους και την έντονη προώθηση καταναλωτικών προτύπων σε παγκόσμια κλίμακα,
διαβρώνουν και αποδυναμώνουν το κράτος, προωθούν τον καταναλωτισμό και την
υλιστική αντίληψη του πολιτισμού και στερούν από την κοινωνία τη δυνατότητα
αυτοδύναμης πολιτισμικής ανάπτυξης. Στις αιτιάσεις αυτές προστέθηκαν πρόσφατα
νέες, σύμφωνα με τις οποίες, οι πολυεθνικές Επιχειρήσεις συντελούν σημαντικά
στην προώθηση ενός παγκόσμιου ελιτισμού και μιας παγκόσμιας επιβολής, που
βασίζονται στην πολιτισμική χειραγώγηση, στην επικοινωνία και στον έλεγχο της
γνώσης και των δυνατοτήτων.

Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου