 |
Ο ασυμβίβαστος στοχαστής μας Νίκος Καζαντζάκης |
« … Μιὰ μέρα ὁ Ἀλλάχ
βρέθηκε μπόσικος, ἔπιασε φωτιὰ καὶ κοπριὰ κι ἔπλασε
τὸ Ρωμιό· μὰ εὐτύς, ὡς τὸν εἶδε, τὸ
μετάνιωσε· εἶχε ἕνα μάτι, ὁ ἀφιλότιμος,
ποὺ τρυποῦσε ἀτσάλι. “Τί
νὰ γίνει τώρα, μουρμούρισε ὁ Ἀλλάχ, τὴν ἔπαθα· ἂς πιάσω
νὰ κάμω τώρα τὸν Τοῦρκο, νὰ σφάξει
τὸ Ρωμιό, νὰ βρεῖ ὁ κόσμος
τὴν ἡσυχία του.” Ἔπιασε τὸ λοιπὸν μέλι
καὶ μπαρούτι, τὰ μάλαξε καλὰ καλά, ἔφτιασε
τὸν Τοῦρκο. Κι εὐτύς,
χωρὶς νὰ χασομεράει, βάνει σ’ ἕνα ταψὶ τὸν Τοῦρκο καὶ τὸ Ρωμιὸ νὰ
παλέψουν. Πάλευαν, πάλευαν ἀπὸ τὸ πρωὶ ὣς τὸ βράδυ,
κανένας δὲν ἔριχνε κάτω τὸν ἄλλο· μὰ εὐτύς, ὡς
σκοτείνιασε, βάνει ὁ ἄτιμος ὁ Ρωμιὸς
τρικλοποδιά, κάτω ὁ Τοῦρκος! “Ὁ
διάολος νὰ μὲ πάρει”, μουρμούρισε ὁ Ἀλλάχ, “τὴν ἔπαθα
πάλι· τοῦτοι οἱ Ρωμιοὶ θὰ φᾶνε τὸν
κόσμο, πᾶνε οἱ κόποι μου χαμένοι ... Τί νὰ κάμω;” Ὁληνύχτα δὲν ἔκλεισε
μάτι ὁ κακομοίρης· μὰ τὸ πρωί,
πετάχτηκε ἀπάνω καὶ χτύπησε τὶς χεροῦκλες
του: “Βρῆκα! βρῆκα!” φώναξε· ἔπιασε
πάλι φωτιὰ καὶ κοπριά, κι ἔφτιασε
ἕναν ἄλλο
Ρωμιό, καὶ τοὺς ἔβαλε στὸ ταψὶ νὰ
παλέψουν. Ἄρχισε τὸ πάλεμα· τρικλοποδιὰ ὁ ἕνας,
τρικλοποδιὰ κι ὁ ἄλλος·
μπηχτὲς ὁ ἕνας,
μπηχτὲς κι ὁ ἄλλος·
μπαμπεσιὰ ὁ ἕνας,
μπαμπεσιὰ κι ὁ ἄλλος
... Πάλευαν, πάλευαν, ἔπεφταν, σηκώνουνταν, πάλευαν
πάλι, ξανάπεφταν, ξανασηκώνουνταν, πάλευαν ... Κι ἀκόμα παλεύουν! Κι ἔτσι ὁ κόσμος
… βρῆκε τὴν ἡσυχία
του …!» (Από το έργο του Ν. Καζαντζάκη: «Ο
Χριστός ξανασταυρώνεται»).