|
Πηγή: Έκθεση Πισσαρίδη |
του Κώστα Μαρκάζου
Η «Έκθεση Πισσαρίδη» (όπως
καθιερώθηκε να ονομάζεται το «Σχέδιο Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία»)
δίνει έμφαση -ανάμεσα σε πολλά- και στον ανορθολογισμό της φορολογικής
αντιμετώπισης των μισθωτών.
Αναφέρει: «Η βάση στη φορολογία
εισοδήματος είναι περιορισμένη και επικεντρωμένη υπερβολικά στη μισθωτή
εργασία… Η επιβάρυνση είναι υψηλότερη για τη μισθωτή εργασία από τη μη μισθωτή
εργασία. Ενδεικτικά, μισθωτός που λαμβάνει καθαρό μισθό 1.000 ευρώ τον μήνα
(δηλαδή 14.000 ευρώ ετησίως, καθώς δίνονται 14 μισθοί) κοστίζει περίπου 23.000
ευρώ ετησίως στον εργοδότη του. Αν ο εργοδότης θέλει να δώσει καθαρή αύξηση
στον εργαζόμενο 1.000 ευρώ ετησίως, αυτό θα του κοστίσει περίπου 2.000 ευρώ (με
τα υπόλοιπα 1.000 ευρώ να πηγαίνουν στο κράτος). Μισθωτός που λαμβάνει καθαρό
μισθό 2.500 ευρώ τον μήνα (δηλαδή 35.000 ευρώ ετησίως) κοστίζει 76.000 ευρώ
ετησίως στον εργοδότη του και το κόστος του εργοδότη για καθαρή αύξηση 1.000
ευρώ στον εργαζόμενο είναι 3.000 ευρώ (με τις υπόλοιπες 2.000 ευρώ να πηγαίνουν
στο κράτος)».
Ουσιαστικά η έκθεση δεν προσθέτει
τίποτα στα ήδη γνωστά τοις πάσι. Το παραπάνω διάγραμμα της Έκθεσης δείχνει
ξεκάθαρα την φορολογική διάκριση εις βάρος των μισθωτών.
Αυτό όμως που δεν φαίνεται στο
διάγραμμα είναι ότι το 82% των εισοδημάτων που δηλώθηκαν το 2018 στις
φορολογικές δηλώσεις ήταν από μισθούς και συντάξεις. Οι υπόλοιποι στην Ελλάδα
δηλώνουν περίπου πένητες.